Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,
με του καιρού τ’ αλλάματα που αναπαημό δεν έχου
μα στο καλό και στο κακό περιπατούν και τρέχου
και των αρμάτω οι ταραχές,όχθρητες και τα βάρη,
του Έρωτα οι μπορεσιές και τση φιλιάς η χάρη,
αυτά μ’ανακινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
μια κόρη κι ένας άγουρος που μπερδευτήκαν ομάδι
σε μια φιλιά αμάλαγη,με δίχως ασχημάδι.
Κι όποιος του πόθου δούλεψε εισέ καιρό κιανένα,
ας έρθει να τ’αφουκραστή,ό,τι’ ναι δω γραμμένα…
Τα θλιβερα μαντατα
Άκουσες,Αρετούσα μου,τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρης σου μ’εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα.
Τέσσερις μέρες μοναχά μου΄δωκε ν’ανιμένω
κι απόκει να ξενιτευτώ,πολλά μακρά να πηαίνω.
Και πώς να σ’αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω
και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμό εκείνο.
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει
ρηγόπουλο,αφεντόπουλο,σαν είσαι εσύ γυρεύγει.
Κι ουδέ μπορείς ν’αντισταθείς στα θέλου οι γονιοί σου,
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσσει η όρεξή σου.
Μια χάρη,αφέντρα,σου ζητώ κ’εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Την ώρα που αρραβωνιαστείς,να βαριαναστενάξεις
κι όντε σα νύφη στολιστείς,σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν’αναδακρυώσεις και να πεις, «Ρωτόκριτε καημένε,
τα σου’ταξα ελησμόνησα,το’θελες πλιο δεν έναι»
και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμαρά σου
λόγιαζε τα’παθα για σε,να με πονεί η καρδιά σου.
Και πιάνε και τη ζωγραφιά που’βρες στ’αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια που’λεγα,οπού πολύ σ’αρέσα.
Και διάβαζέ τα,θώρειε τα κι αναθυμού κ’εμένα,
πως μ’εξορίσανε για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Κι όντε σου πουν κι απόθανα,λυπήσου με και κλάψε
και τα τραγούδια που’βγαλα,μες στη φωτιά τα κάψε.
Κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ’είδα ποτέ μου,
μα ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν κ’ήσβησέ μου.
Μα όπου κι αν πάγω,όπου βρεθώ και τον καιρό που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω μηδέ ν’αναντρανίσω.
Κάλλια’χω εσέ με θάνατο παρ’άλλη με ζωή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ
Τα λόγια σου ,Ρωτόκριτε,φαρμάκιν εβαστούσα
κι ουδ’ όλπιζα,ουδ’ ανίμενα,τ’αυτιά μου ό,τι σ’ακούσα.
Και πως μπορώ να σ’αρνηθώ κι αθέλω,δε μ’αφήνει
Τούτη η καρδιά που εσύ’βαλες σ’τς αγάπης το καμίνι.
Κι αμνόγω του στον Ουρανό,στον Ήλιο,στο Φεγγάρι,
άλλος ογιά γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει.
Κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Ρώκριτος γυναίκα να με πάρει.
βγάνει από το δακτύλι της όμορφο δαχτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναγμούς του Ρώκριτου το δίδει.
Το παραμυθι
Σιμώνω,χαιρετώ τονε,λέω του: «Αδέλφι,γεια σου.
Ίντα’χεις κι απονέκρωσες.Πούντη η λαβωματιά σου;»
Τα μάτια του’χε σφαλιχτά,τότε τ’αναντρανίζει
κι εθώρειε δίχως να μιλεί και στο λαιμό τ’αγγίζει.
Πιάνω και ξαρματώνω τον και μια πληγή του βρίσκω
δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Κι αγάλια αγάλια χάνετο σαν το κερι όντε σβήνει
έκλαψα κ’ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη.
Επαρακάλειε κι έλεγε να στέκω,μη μισέψω
εθάρρειε πως τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω.
Σαν αδερφό μου καρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου,
μα πόνοι,δάκρυα ,κλάηματα άνθρωπο δε γλιτώνου.
Πιάνει το δαχτυλίδι του απ’ τ’ αργυρό δαχτύλι
φιλεί το μ’ αναστεναγμό κι απόκεια μου το δίδει.
Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ’αυτιά μου ακούσαν
και είπανε τα χείλη του: «Σε έχασα,Αρετούσα.»
Ετούτα είπε μοναχά κ’ ετέλειωσε η ζωή του
και με πρικύ αναστεναγμόν,εβγήκε η ψυχή του.
ΘΡΗΝΟΣ
«Ρωτόκριτε,έντα θέλω πλιο τη ζήση να μακραίνω
ποια ολπίδα πλιο μου’πομεινε και θέλω να ανιμένω.
Δίχως σου πώς είν’μπορετό στον κόσμο πλιο να ζήσω
ανάθεμα το ριζικό στα φύλαγεν οπίσω!
Με τη ζωή σου είχα ζωή και με το φως σου θώρου
τα πάθη μου θυμώντας σου επέρνου σαν εμπόρου.
Αρνήθηκα τα πλούτη μου,τον κύρη και τη μάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα πάθη που μου κάνα.
Η ΜΕΡΑ Η ΛΑΜΠΡΗ
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή,γλυκύς καιρός αρχίζει
κ’ήκατσεν ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει.
Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη
μηδ’άλλο καλορίζικο,χαιράμενο στεφάνι.
Εκάμασι παιδόγγονα κι όλα γενήκαν πλούσα
και μάνα και κερά λαλά εγίνηκε η Αρετούσα.
Για τούτο πού’ναι φρόνιμος,δε χάνεται στα πάθη
το ρόδο κι όμορφος ανθός γεννιέται μες στ’αγκάθι.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΕΙΝ’ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΕΝΙΑ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ ΑΚΡΙΜΑΤΙΣΤΟΣ,
ΟΝΤΕ ΤΟΝ ΠΑΡΕΙ Ο ΧΑΡΟΣ.
ΣΤΗ ΣΤΕΙΑΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗΚΕ,
ΣΤΗ ΣΤΕΙΑΝ ΕΝΕΘΡΑΦΗ,
ΕΚΕΙ ‘ΚΑΜΕ ΚΑΙ ΚΟΠΙΑΣΕ
ΕΤΟΥΤΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΓΡΑΦΕΙ.
ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟΣ ΕΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ
ΣΑΝ ΑΡΜΗΝΕΥΓ’ Η ΦΥΣΗ,
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΝΑ ΓΕΝΕΙ
ΟΠΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΟΡΙΣΕΙ.
ΔΙΑΝΟΜΗ ΡΟΛΩΝ
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΙΜΙΚΑΛΗΣ
ΑΡΕΤΟΥΣΑ: ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΟΥ
ΝΕΝΑ: ΕΒΕΛΙΝΑ ΣΤΡΟΜΠΟΛΑΚΟΥ
ΗΡΑΚΛΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΛΙΟΝΤΖΗΣ
ΑΡΤΕΜΗ: ΕΥΗ ΖΥΜΑΤΟΥΡΑ
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ:ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΜΗΤΕΡΑ: ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΚΟΝΤΟΥ
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ: ΑΟΥΡΕΛ ΡΟΥΝΤΙ
ΑΡΙΣΤΟΣ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΤΟΓΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: ΧΡΥΣΑ ΚΑΡΑΠΑΠΑ
ΧΟΡΟΣ: ΕΙΡΗΝΗ ΔΑΦΝΑ
ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΛΛΙΑ
ΣΑΡΑ ΜΑΧΜΟΥΤΑΪ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΓΓΕΛΑ ΣΑΧΑ
Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ
ΣΑΜΠΑΝΗ ΓΙΩΤΑ
Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,
με του καιρού τ’ αλλάματα που αναπαημό δεν έχου
μα στο καλό και στο κακό περιπατούν και τρέχου
και των αρμάτω οι ταραχές,όχθρητες και τα βάρη,
του Έρωτα οι μπορεσιές και τση φιλιάς η χάρη,
αυτά μ’ανακινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
μια κόρη κι ένας άγουρος που μπερδευτήκαν ομάδι
σε μια φιλιά αμάλαγη,με δίχως ασχημάδι.
Κι όποιος του πόθου δούλεψε εισέ καιρό κιανένα,
ας έρθει να τ’αφουκραστή,ό,τι’ ναι δω γραμμένα…
Τα θλιβερα μαντατα
Άκουσες,Αρετούσα μου,τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρης σου μ’εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα.
Τέσσερις μέρες μοναχά μου΄δωκε ν’ανιμένω
κι απόκει να ξενιτευτώ,πολλά μακρά να πηαίνω.
Και πώς να σ’αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω
και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμό εκείνο.
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει
ρηγόπουλο,αφεντόπουλο,σαν είσαι εσύ γυρεύγει.
Κι ουδέ μπορείς ν’αντισταθείς στα θέλου οι γονιοί σου,
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσσει η όρεξή σου.
Μια χάρη,αφέντρα,σου ζητώ κ’εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Την ώρα που αρραβωνιαστείς,να βαριαναστενάξεις
κι όντε σα νύφη στολιστείς,σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν’αναδακρυώσεις και να πεις, «Ρωτόκριτε καημένε,
τα σου’ταξα ελησμόνησα,το’θελες πλιο δεν έναι»
και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμαρά σου
λόγιαζε τα’παθα για σε,να με πονεί η καρδιά σου.
Και πιάνε και τη ζωγραφιά που’βρες στ’αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια που’λεγα,οπού πολύ σ’αρέσα.
Και διάβαζέ τα,θώρειε τα κι αναθυμού κ’εμένα,
πως μ’εξορίσανε για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Κι όντε σου πουν κι απόθανα,λυπήσου με και κλάψε
και τα τραγούδια που’βγαλα,μες στη φωτιά τα κάψε.
Κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ’είδα ποτέ μου,
μα ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν κ’ήσβησέ μου.
Μα όπου κι αν πάγω,όπου βρεθώ και τον καιρό που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω μηδέ ν’αναντρανίσω.
Κάλλια’χω εσέ με θάνατο παρ’άλλη με ζωή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ
Τα λόγια σου ,Ρωτόκριτε,φαρμάκιν εβαστούσα
κι ουδ’ όλπιζα,ουδ’ ανίμενα,τ’αυτιά μου ό,τι σ’ακούσα.
Και πως μπορώ να σ’αρνηθώ κι αθέλω,δε μ’αφήνει
Τούτη η καρδιά που εσύ’βαλες σ’τς αγάπης το καμίνι.
Κι αμνόγω του στον Ουρανό,στον Ήλιο,στο Φεγγάρι,
άλλος ογιά γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει.
Κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Ρώκριτος γυναίκα να με πάρει.
βγάνει από το δακτύλι της όμορφο δαχτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναγμούς του Ρώκριτου το δίδει.
Το παραμυθι
Σιμώνω,χαιρετώ τονε,λέω του: «Αδέλφι,γεια σου.
Ίντα’χεις κι απονέκρωσες.Πούντη η λαβωματιά σου;»
Τα μάτια του’χε σφαλιχτά,τότε τ’αναντρανίζει
κι εθώρειε δίχως να μιλεί και στο λαιμό τ’αγγίζει.
Πιάνω και ξαρματώνω τον και μια πληγή του βρίσκω
δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Κι αγάλια αγάλια χάνετο σαν το κερι όντε σβήνει
έκλαψα κ’ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη.
Επαρακάλειε κι έλεγε να στέκω,μη μισέψω
εθάρρειε πως τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω.
Σαν αδερφό μου καρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου,
μα πόνοι,δάκρυα ,κλάηματα άνθρωπο δε γλιτώνου.
Πιάνει το δαχτυλίδι του απ’ τ’ αργυρό δαχτύλι
φιλεί το μ’ αναστεναγμό κι απόκεια μου το δίδει.
Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ’αυτιά μου ακούσαν
και είπανε τα χείλη του: «Σε έχασα,Αρετούσα.»
Ετούτα είπε μοναχά κ’ ετέλειωσε η ζωή του
και με πρικύ αναστεναγμόν,εβγήκε η ψυχή του.
ΘΡΗΝΟΣ
«Ρωτόκριτε,έντα θέλω πλιο τη ζήση να μακραίνω
ποια ολπίδα πλιο μου’πομεινε και θέλω να ανιμένω.
Δίχως σου πώς είν’μπορετό στον κόσμο πλιο να ζήσω
ανάθεμα το ριζικό στα φύλαγεν οπίσω!
Με τη ζωή σου είχα ζωή και με το φως σου θώρου
τα πάθη μου θυμώντας σου επέρνου σαν εμπόρου.
Αρνήθηκα τα πλούτη μου,τον κύρη και τη μάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα πάθη που μου κάνα.
Η ΜΕΡΑ Η ΛΑΜΠΡΗ
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή,γλυκύς καιρός αρχίζει
κ’ήκατσεν ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει.
Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη
μηδ’άλλο καλορίζικο,χαιράμενο στεφάνι.
Εκάμασι παιδόγγονα κι όλα γενήκαν πλούσα
και μάνα και κερά λαλά εγίνηκε η Αρετούσα.
Για τούτο πού’ναι φρόνιμος,δε χάνεται στα πάθη
το ρόδο κι όμορφος ανθός γεννιέται μες στ’αγκάθι.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΕΙΝ’ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΕΝΙΑ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ ΑΚΡΙΜΑΤΙΣΤΟΣ,
ΟΝΤΕ ΤΟΝ ΠΑΡΕΙ Ο ΧΑΡΟΣ.
ΣΤΗ ΣΤΕΙΑΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗΚΕ,
ΣΤΗ ΣΤΕΙΑΝ ΕΝΕΘΡΑΦΗ,
ΕΚΕΙ ‘ΚΑΜΕ ΚΑΙ ΚΟΠΙΑΣΕ
ΕΤΟΥΤΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΓΡΑΦΕΙ.
ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟΣ ΕΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ
ΣΑΝ ΑΡΜΗΝΕΥΓ’ Η ΦΥΣΗ,
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΝΑ ΓΕΝΕΙ
ΟΠΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΟΡΙΣΕΙ.
ΔΙΑΝΟΜΗ ΡΟΛΩΝ
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΙΜΙΚΑΛΗΣ
ΑΡΕΤΟΥΣΑ: ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΟΥ
ΝΕΝΑ: ΕΒΕΛΙΝΑ ΣΤΡΟΜΠΟΛΑΚΟΥ
ΗΡΑΚΛΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΛΙΟΝΤΖΗΣ
ΑΡΤΕΜΗ: ΕΥΗ ΖΥΜΑΤΟΥΡΑ
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ:ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΜΗΤΕΡΑ: ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΚΟΝΤΟΥ
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ: ΑΟΥΡΕΛ ΡΟΥΝΤΙ
ΑΡΙΣΤΟΣ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΤΟΓΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: ΧΡΥΣΑ ΚΑΡΑΠΑΠΑ
ΧΟΡΟΣ: ΕΙΡΗΝΗ ΔΑΦΝΑ
ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΛΛΙΑ
ΣΑΡΑ ΜΑΧΜΟΥΤΑΪ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΓΓΕΛΑ ΣΑΧΑ
Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ
ΣΑΜΠΑΝΗ ΓΙΩΤΑ