Μια φορά κι’ έναν καιρό ήταν ένα λυκάκι που φορούσε πράσινο σκουφάκι γι’ αυτό το έλεγαν Πρασινοσκουφάκη .
Μια μέρα η μάμα λύκαινα του είπε : Πρασινοσκουφάκη πήγαινε αυτό το καλάθι με το φάγητο στη γιαγιά σου που είναι άρρωστη . Πρόσεχε όμως , πήγαινε από το δάσος και όχι από την πόλη , γιατί εκεί ζεί ένα κάκο κοριτσάκι η Κοκκινοσκουφίτσα . Αλλά ο Πρασινοσκουφάκης θυμήθηκε ότι απέναντι από το σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο . Ετσι , πήγε να πάρει μερικά παστάκια για τη γιαγιά του . Μόλις η Κοκκινοσκουφίτσα τον είδε από το παράθυρο της βγήκε έξω και του είπε : Πού πας Πρασινοσκουφάκη ; Στο σπίτι της γιαγιάς μου , απάντησε το λυκάκι .
Τότε η κοκκινοσκουφίτσα πήρε το ποδήλατό της και ένα ψαλίδι και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς λύκαινας . Χτύπησε την πόρτα και όταν ρώτησε η λύκαινα ποιός είναι , η Κοκκινοσκουφίτσα απάντησε πως ήταν ο Πρασινοσκουφάκης . Η λύκαινα άνοιξε την πόρτα και το κορίτσι της έκοψε την ουρά και την έκλεισε στην ντουλάπα . Μετά φόρεσε δύο μέγάλα ψεύτικα αυτία και ξάπλωσε στο κρεβάτι περιμένοντας το λυκάκι.
Όταν ο Πρασινοσκουφάκης έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς έτρεξε αμέσως στο υπνοδωμάτιο . Όταν είδε την κοκκινοσκουφίτσα νόμιζε πως ήταν η γιαγιά του και της έδωσε το φαγήτο και τα γλυκά . Το κοριτσάκι τα έφαγε λαίμαργα όλα . Μετά ο Πρασινοσκουφάκης ρώτησε την Κοκκινοσκουφίτσα που νόμιζε ότι ήταν η γιαγία του .
-Γιαγιά ,γιατί έχεις τόσο μικρά μάτια ;
-Επειδή δεν κοιμήθηκα καλά το βράδυ , είπε η Κοκκινοσκουφίτσα .
-Γιαγιά , γιατί έχεις τόσο μικρή μύτη ;
-Επειδή είμαι μπουκωμένη .
-Γιαγιά , γιατί έχεις τόσο μικρό στόμα ;
-Για να σου μιλάω πιό γλυκά
-Γιαγιά , γιατί κρατάς τόσο μεγάλο ψαλίδι ;
-Για να σου κόψω την ουρά !
Έτσι , η κάκια Κοκκινοσκουφίτσα έκοψε την ουρά του Πρασινοσκουφάκη και ο κακομοίρης ούρλιαζε από τον πόνο . Εκείνη την ώρα όμως περνούσε έξω από το σπίτι της γιαγιάς ένας κτηνίατρος . Άκουσε το ουρλιαχτό και όρμησε μέσα στο σπίτι . Αντίκρυσε την Κοκκινοσκουφίτσα που κρατούσε δυό ουρές στο χέρι και το λυκάκι που έκλαιγε φοβισμένο . Άκουσε έναν θόρυβο από τη ντουλάπα και βρήκε την γιαγιά . Τούς έραψε τις ουρές τους και πήγε την Κοκκινοσκουφίτσα σπίτι στη μαμά της .
Ο Πρασινοσκουφάκης δέν ξαναπήγε ποτέ στην πόλη και η Κοκκινοσκουφίτσα μετά από την τιμωρία που την έβαλε η μαμά της δε ξαναπείραξε ποτέ ζώο .
Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα .
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
Μια μέρα η μάμα λύκαινα του είπε : Πρασινοσκουφάκη πήγαινε αυτό το καλάθι με το φάγητο στη γιαγιά σου που είναι άρρωστη . Πρόσεχε όμως , πήγαινε από το δάσος και όχι από την πόλη , γιατί εκεί ζεί ένα κάκο κοριτσάκι η Κοκκινοσκουφίτσα . Αλλά ο Πρασινοσκουφάκης θυμήθηκε ότι απέναντι από το σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο . Ετσι , πήγε να πάρει μερικά παστάκια για τη γιαγιά του . Μόλις η Κοκκινοσκουφίτσα τον είδε από το παράθυρο της βγήκε έξω και του είπε : Πού πας Πρασινοσκουφάκη ; Στο σπίτι της γιαγιάς μου , απάντησε το λυκάκι .
Τότε η κοκκινοσκουφίτσα πήρε το ποδήλατό της και ένα ψαλίδι και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς λύκαινας . Χτύπησε την πόρτα και όταν ρώτησε η λύκαινα ποιός είναι , η Κοκκινοσκουφίτσα απάντησε πως ήταν ο Πρασινοσκουφάκης . Η λύκαινα άνοιξε την πόρτα και το κορίτσι της έκοψε την ουρά και την έκλεισε στην ντουλάπα . Μετά φόρεσε δύο μέγάλα ψεύτικα αυτία και ξάπλωσε στο κρεβάτι περιμένοντας το λυκάκι.
Όταν ο Πρασινοσκουφάκης έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς έτρεξε αμέσως στο υπνοδωμάτιο . Όταν είδε την κοκκινοσκουφίτσα νόμιζε πως ήταν η γιαγιά του και της έδωσε το φαγήτο και τα γλυκά . Το κοριτσάκι τα έφαγε λαίμαργα όλα . Μετά ο Πρασινοσκουφάκης ρώτησε την Κοκκινοσκουφίτσα που νόμιζε ότι ήταν η γιαγία του .
-Γιαγιά ,γιατί έχεις τόσο μικρά μάτια ;
-Επειδή δεν κοιμήθηκα καλά το βράδυ , είπε η Κοκκινοσκουφίτσα .
-Γιαγιά , γιατί έχεις τόσο μικρή μύτη ;
-Επειδή είμαι μπουκωμένη .
-Γιαγιά , γιατί έχεις τόσο μικρό στόμα ;
-Για να σου μιλάω πιό γλυκά
-Γιαγιά , γιατί κρατάς τόσο μεγάλο ψαλίδι ;
-Για να σου κόψω την ουρά !
Έτσι , η κάκια Κοκκινοσκουφίτσα έκοψε την ουρά του Πρασινοσκουφάκη και ο κακομοίρης ούρλιαζε από τον πόνο . Εκείνη την ώρα όμως περνούσε έξω από το σπίτι της γιαγιάς ένας κτηνίατρος . Άκουσε το ουρλιαχτό και όρμησε μέσα στο σπίτι . Αντίκρυσε την Κοκκινοσκουφίτσα που κρατούσε δυό ουρές στο χέρι και το λυκάκι που έκλαιγε φοβισμένο . Άκουσε έναν θόρυβο από τη ντουλάπα και βρήκε την γιαγιά . Τούς έραψε τις ουρές τους και πήγε την Κοκκινοσκουφίτσα σπίτι στη μαμά της .
Ο Πρασινοσκουφάκης δέν ξαναπήγε ποτέ στην πόλη και η Κοκκινοσκουφίτσα μετά από την τιμωρία που την έβαλε η μαμά της δε ξαναπείραξε ποτέ ζώο .
Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα .
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ