Μαθησιακές Δυσκολίες και Μάθηση
Η μάθηση είναι αποτέλεσμα μιας σειράς σύνθετων αλληλοσυσχετιζόμενων γνωστικών λειτουργιών όπως η κωδικοποίηση, η συγκράτηση, η ανάσυρση, η αξιολόγηση, η σύνθεση, η σύγκριση και η έκφραση. Αν κάποια από τις παραπάνω γνωστικές λειτουργίες δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τις μαθησιακές δυσκολίες.
Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες χαρακτηρίζονται από ελλιπή χρήση στρατηγικών μνήμης και μάθησης αλλά και εφαρμογής της νεοαποκτηθείσας μάθησης. Δυσκολίες οπτικοκινητικού συντονισμού και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, παρορμητικότητας και υπερκινητικότητας συχνά συνδέονται με τις μαθησιακές δυσκολίες. Επιπρόσθετα μπορεί να συνυπάρχουν κινητικές διαταραχές, προβλήματα κοινωνικοσυναισθηματικής φύσης, προβλήματα λόγω απουσίας κινήτρων και διαταραχές μεταγνωστικού τύπου δηλαδή εφαρμογή της νεοαποκτηθείσας γνώσης σε πρακτικό επίπεδο.
Τύποι Μαθησιακών Δυσκολιών :
Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες φωνολογικού τύπου, δεν προφέρουν σωστά κάποιους φθόγγους.
Οι μαθησιακές δυσκολίες μορφολογικού τύπου, αφορούν δυσκολίες κατανόησης και εφαρμογής γραμματικών κανόνων της γλώσσας.
Μαθησιακές δυσκολίες σε συντακτικό αφορούν την ορθή σύνταξη των μερών του λόγου στην πρόταση.
Δυσκολίες σε σημασιολογικό επίπεδο σχετίζονται με την επιλογή των σωστών λέξεων ιδιαίτερα σε σχέση με την έννοια του χρόνου.
Μαθησιακές δυσκολίες πραγματολογικού τύπου, συνδέονται με την κοινωνική συμφωνία και την προσαρμογή της γλωσσικής έκφρασης σε περιστάσεις επικοινωνίας.
Αν προσπαθήσουμε να κατηγοριοποιήσουμε τις γνωστικές αδυναμίες που κατά κανόνα παρουσιάζονται στους μαθητές κατά την Ανάγνωση, την Ορθογραφία και τα Μαθηματικά αυτές είναι οι εξής: (Willows,1991)
- Δυσκολία στην κωδικοποίηση συμβόλων
- Δυσκολία στην επεξεργασία της γλώσσας
- Δυσκολία στην αντίληψη και επεξεργασία του χώρου και των αριθμών
Ι. Δυσκολία στην κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση των συμβόλων.
Όπως γνωρίζουμε η Γλώσσα βασίζεται σε κάποιο συμβολικό σύστημα και μερικές φορές τα παιδιά παρουσιάζουν δυσκολίες στην κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση των συμβόλων αυτών με αποτέλεσμα να υπάρχουν δυσκολίες στην επεξεργασία κι αναγνώριση γραμμάτων, συνδυασμών γραμμάτων, συλλαβών και λέξεων. Συνήθως δυσκολεύονται με τα γράμματα που έχουν οπτική ομοιότητα και τα συγχέουν μεταξύ τους (ξ-ζ, β-δ, θ-φ). Κατά την Ανάγνωση, διαβάζουν αργά και κάνουν πολλά αναγνωστικά λάθη. Η κατανόηση κειμένου συχνά είναι περιορισμένη, παρόλο που μπορεί να μην έχουν κανένα πρόβλημα στην κατανόηση του προφορικού λόγου. Επιπλέον, δυσκολεύονται στην ορθογραφημένη γραφή και την ανάκληση των γραμματικών κανόνων.
ΙΙ. Δυσκολία στην επεξεργασία της Γλώσσας
Η παραπάνω δυσκολία αφορά την φωνολογική επίγνωση, δηλαδή τη δυνατότητα του μαθητή να κωδικοποιεί και να αποκωδικοποιεί αυτόματα με το μυαλό του την γλώσσα του και εφόσον ισχύει, τα παιδιά εκδηλώνουν δυσκολίες μάθησης στην Ανάγνωση και γραφή.
Δυσκολία στον Προφορικό Λόγο. Συνήθως υπάρχει δυσκολία στην άρθρωση ή την κατανόηση του προφορικού λόγου ή έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο σε σχέση με τους συνομήλικούς τους. Μπορεί να είναι η δυσκολία αυτή εμφανής τόσο στην κατανόηση όσο και στην έκφραση (προφορική και γραπτή).
ΙΙΙ. Δυσκολία αντίληψης χώρου- χρόνου και αριθμών
Εδώ μιλάμε για δυσκολία στην επεξεργασία του χώρου, στην οπτικο- χωρική- κινητική οργάνωση, στην κατανόηση αριθμητικών εννοιών, στην αντίληψη του σώματός τους. Πιο συγκεκριμένα δυσκολία στη διάκριση αριστερού- δεξιού, αδυναμία οπτικοκινητικού συγχρονισμού και σύγχυση σχετική με έννοιες του χώρου, χρόνου (πριν από- μετά από) και των αριθμών.
Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν μια ανομοιογενή ομάδα, τα μέλη της οποίας διαφοροποιούνται ως προς τους τομείς ή τις γνωστικές περιοχές που δυσλειτουργούν αλλά και το βαθμό της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν στη μάθηση των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων του σχολείου. Ως εκ τούτου, δε φαίνεται να υπάρχει μια κοινή συμπτωματολογία που να χαρακτηρίζει όλους τους μαθητές με μαθησιακή δυσκολία. Τόσο ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνονται όσο και η πιθανή αιτιολογία των μαθησιακών δυσκολιών εμφανίζονται ιδιαίτερα διαφοροποιημένα, σε βαθμό που είναι δύσκολο να εντοπιστούν κάποια κοινά χαρακτηριστικά για όλα τα παιδιά.
Πότε η οικογένεια έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τις μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού της:
Συνήθως η πρώτη φορά που αναφέρεται τέτοια υποψία, είναι στην προσχολική ηλικία δηλαδή στο νηπιαγωγείο. Η νηπιαγωγός παρατηρεί πως σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά, υπάρχουν μεγαλύτερες δυσκολίες στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο ή στην κινητικότητα του παιδιού, οι οποίες καθυστερούν την μάθηση και εξέλιξή του γενικότερα. Είναι δυνατόν ένα παιδί στην ηλικία των 5 χρονών, κατά τη διαδικασία προγραφής και προανάγνωσης να παρουσιάσει δυσκολίες στην προφορά των γραμμάτων της αλφαβήτου ή να μπερδεύει τις μορφές των γραμμάτων (κυρίως εκείνων που μοιάζουν οπτικά, π.χ. γ – χ ), να παρουσιάζει δυσκολία στην φωνολογική ανάπτυξη ή ακόμη και στη μνήμη. Επίσης κάποιο παιδί ίσως να δυσκολεύεται να εξιστορήσει κάποια γεγονότα με λογική αλληλουχία ή να δυσκολεύεται στον οπτικοκινητικό συντονισμό καθημερινών πράξεων.
Υπάρχει όμως και η πιθανότητα, (σε ηπιότερες περιπτώσεις) , να γίνουν για πρώτη φορά οι μαθησιακές δυσκολίες αντιληπτές, στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου.
Σε κάθε περίπτωση, έπειτα από παρατήρηση των εκπ/κών Γενικής και ειδικής αγωγής, οι γονείς ενημερώνονται και ο μαθητής παραπέμπεται προς αξιολόγηση σε κατάλληλες Δημόσιες Ιατροπαιδαγωγικές Υπηρεσίες, όπως τα Κ.Ε.Σ.Υ. ,ή αντίστοιχες υπηρεσίες νοσοκομείων.
Εκεί ομάδα ειδικών επιστημόνων, συλλέγει πληροφορίες από γονείς και δασκάλους και χορηγεί εξειδικευμένα test. Αναγνωρίζονται τα δυνατά σημεία, οι αδυναμίες αλλά και όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν στις μαθησιακές δυσκολίες. Δημιουργείται το Μαθησιακό Προφίλ του μαθητή και σχεδιάζεται πρόγραμμα παρέμβασης με επιμέρους στόχους που θα τον βοηθήσουν να προσεγγίσει μαθησιακά την ηλικιακή του ομάδα. Απαραίτητη κρίνεται η συνεργασία γονέων και δασκάλων, ώστε τόσο κατά τη φοίτηση στο σχολείο όσο και κατά τη μελέτη στο σπίτι, να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση του χρόνου, των μέσων και της καλλιέργειας των δυνατοτήτων του μαθητή.
Μύθοι σχετικοί με τις Μαθησιακές Δυσκολίες
Λόγω ελλιπούς ενημέρωσης συχνά υπάρχουν κάποιοι μύθοι γύρω από τις μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίοι ίσως αποτελούν τροχοπέδη στους γονείς για την διερεύνηση και αντιμετώπισή τους.
Μύθος 1ος
Τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες έχουν χαμηλό δείκτη νοημοσύνης.
Λάθος! Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν σχετίζονται με χαμηλή νοημοσύνη αν και είναι δυνατόν να συνυπάρχουν. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν δείκτη νοημοσύνης παρόμοιο με των φυσιολογικών παιδιών.
Μύθος 2ος
Τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες δεν μπορούν να μάθουν.
Λάθος! Μπορούν να μάθουν, με το δικό τους ρυθμό, αρκεί να εκπαιδευτούν σωστά βάσει των ιδιαιτεροτήτων τους, άλλωστε είναι γνωστό πως προχωρούν σε ακαδημαϊκές σπουδές.
Μύθος 3ος
Οι μαθησιακές δυσκολίες παύουν να υπάρχουν.
Λάθος! Ο άνθρωπος που τις έχει ποτέ δεν τις ξεπερνά. Με την κατάλληλη εκπ/ση που δέχεται από την πρώτη κιόλας σχολική ηλικία και αξιοποιόντας τις δυνατότητές του σωστά, μειώνεται αισθητά η επίδρασή τους στη ζωή του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Κ.Πόρποδας, (Διαγνωστική Αξιολόγηση και Αντιμετώπιση των Μαθησιακών Δυσκολιών στο Δημοτικό Σχολείο)
Miles, T.R. & Miles. E. (1989), Help for Dyslexic Children. London:Rout ledge